- κισσηρεφής
- -ές (Α κισσηρεφής, -ές)ο καλυμμένος με κισσό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ηρεφής (< ἐρέφω «καλύπτω»), πρβλ. νυκτ-ηρεφής, πετρ-ηρεφής. Το -η- λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κισσηρεφῆ — κισσηρεφής ivy clad neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κισσηρεφής ivy clad masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κισσηρεφής ivy clad masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσηρεφέος — κισσηρεφής ivy clad masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφηρεφής — ἀμφηρεφής, ές (ΑΜ) στεγασμένος αρχ. (για τη φαρέτρα τού Απόλλωνος) αυτή που είναι κλεισμένη και από τις δύο πλευρές, επάνω και κάτω κλειστή, καλά κλεισμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ηρεφὴς < ἐρέφω «καλύπτω με στέγη» (πρβλ. ὑψηρεφής, πετρηρεφής … Dictionary of Greek
ερέφω — ἐρέφω και ἐρέπτω (Α) 1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι 3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.) 4. καλύπτω,… … Dictionary of Greek
κισσήρης — κισσήρης, ῆρες (Α) κισσηρεφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»), πρβλ. λογχ ήρης, ποδ ήρης] … Dictionary of Greek
κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η … Dictionary of Greek